-
1 μουσικά
μουσικά̱, μουσικήany art over which the Muses presided: fem nom /voc /acc dualμουσικά̱, μουσικήany art over which the Muses presided: fem nom /voc sg (doric aeolic)μουσικόςmusical: neut nom /voc /acc plμουσικά̱, μουσικόςmusical: fem nom /voc /acc dualμουσικά̱, μουσικόςmusical: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 μουσικά
μουσικήany art over which the Muses presided: fem dat sg (doric aeolic)μουσικόςmusical: fem dat sg (doric aeolic) -
3 μουσικᾷ
μουσικήany art over which the Muses presided: fem dat sg (doric aeolic)μουσικόςmusical: fem dat sg (doric aeolic) -
4 μουσικά
1 music ἀγλαίζεται δὲ καὶ μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ (sc. Ἱέρων) O. 1.15 μουσικὰν ὀρθὰν ἐπιδεικνυμένου (sc. Ἀπόλλωνος) fr. 32. -
5 μουσίχ'
μουσικά̱, μουσικήany art over which the Muses presided: fem nom /voc /acc dualμουσικά̱, μουσικήany art over which the Muses presided: fem nom /voc sg (doric aeolic)μουσικαί, μουσικήany art over which the Muses presided: fem nom /voc plμουσικά, μουσικόςmusical: neut nom /voc /acc plμουσικά̱, μουσικόςmusical: fem nom /voc /acc dualμουσικά̱, μουσικόςmusical: fem nom /voc sg (doric aeolic)μουσικέ, μουσικόςmusical: masc voc sgμουσικαί, μουσικόςmusical: fem nom /voc pl -
6 μουσικάν
μουσικά̱ν, μουσικήany art over which the Muses presided: fem acc sg (doric aeolic)μουσικά̱ν, μουσικόςmusical: fem acc sg (doric aeolic) -
7 μουσικάς
μουσικά̱ς, μουσικήany art over which the Muses presided: fem acc plμουσικά̱ς, μουσικόςmusical: fem acc pl -
8 μουσικάι
μουσικᾷ, μουσικήany art over which the Muses presided: fem dat sg (doric aeolic)μουσικᾷ, μουσικόςmusical: fem dat sg (doric aeolic) -
9 μουσικᾶι
μουσικᾷ, μουσικήany art over which the Muses presided: fem dat sg (doric aeolic)μουσικᾷ, μουσικόςmusical: fem dat sg (doric aeolic) -
10 μουσικός
-ή,-όν + A 1-0-1-8-12=22 Gn 31,27; Ez 26,13; Dn 3,5.7musicians Ez 26,13 -
11 μουσικός
A musical,ἀγῶνες μ. καὶ γυμνικοί Ar.Pl. 1163
, cf. Th.3.104;χοροί τε καὶ ἀγῶνες μ. Pl.Lg. 828c
; τὰ μουσικά music, X.Cyr.1.6.38, Sammelb. 6319.54 (Ptol.), SIG578.18 (Teos, ii B. C.). Adv. -κῶς Pl.Alc.1.108d
, etc.; cf. foreg.II of persons, skilled in music, musical, X.l.c., etc.;ποιητικοὶ καὶ μ. ἄνδρες Pl.Lg. 802b
;κύκνος καὶ ἄλλα ζῷα μ. Id.R. 620a
;περὶ αὐλοὺς -ώτατοι Ath.4.176e
; lyric poet, opp. epic, Pl.Phdr. 243a (but opp. μελοποιός, Phld.Mus.p.96 K.); μ., οἱ, professional musicians, OGI383.162 (Commagene, i B. C.), PFlor.74.6 (ii A. D.); (Delos, ii B. C.).2 generally, votary of the Muses, man of letters and accomplishments, scholar, opp. ἀμαθής, Ar.Eq. 191;ἀνὴρ σοφὸς καὶ μ. Id.V. 1244
;ἀνδρὸς φιλοσόφου ἢ φιλοκάλου ἢ μ. Pl.Phdr. 248d
, al.; πόλις -ωτάτη most full of liberal arts, Isoc.Ep.8.4;ἡ τῶν νέων οὐσία μουσικωτάτη Pl.Lg. 729a
: c. inf., παρ' ὄχλῳ -ώτεροι λέγειν more accomplished in speaking before a mob, E.Hipp. 989.III of things, elegant, delicate,βρώματα Diox.1
;ἥδιον οὐδέν, οὐδὲ -ώτερον Philem.23
; harmonious, fitting,τροφὴ μέση καὶ μ., τὸν Δώριον τρόπον τῆς τύχης ὡς ἀληθῶς ἡρμοσμένη Dam.Isid.50
. Adv. - κῶς harmoniously, suitably,οἱ λόγοι οὐ πάνυ μ. λέγονται Pl.Prt. 333a
;μ. ἐρᾶν Id.R. 403a
;ὀρθῶς καὶ μ. Id.Lg. 816b
;εὐρύθμως καὶ μ. εἰπεῖν Isoc.13.16
; μ. ἅλας δοῦναι, ὄψον σκευάσαι, Euphro 11.10, Nicom.Com.1.9: [comp] Comp. - ωτέρως, λέγειν Arist.Rh. 1395b29
: [comp] Sup. - ώτατα Ar.Ra. 873.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μουσικός
-
12 παιδισκάριον
παιδισκ-άριον, τό, Dim. of παιδίσκη, Men.338, 402.15, Ph.2.451, Arr.Epict.3.25.6, Luc.DMort.27.7, Hld.1.11;Aμουσικὰ π. Posidon. 28.4
J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παιδισκάριον
-
13 διδάσκω
διδάσκω impf. ἐδίδασκον; fut. διδάξω; 1 aor. ἐδίδαξα; pf. 3 sg. δεδίδαχεν Pr 30:3. Pass.: aor. ἐδιδάχθην; pf. 1 pl. δεδιδάγμεθα (Just.), ptc. δεδιδαγμένος LXX (Hom.+)① to tell someone what to do, tell, instruct ἐποίησαν ὡς ἐδιδάχθησαν they did as they were told Mt 28:15.② to provide instruction in a formal or informal setting, teachⓐ abs. Mt 4:23; Mk 1:21; J 7:14; 1 Cor 4:17; 1 Ti 4:11; 6:2; IEph 15:1; Pol 2:3. Of the activity of the Christian διδάσκαλοι Hv 3, 5, 1. W. κηρύσσειν Mt 11:1.ⓑ w. acc. of pers. (SIG 593, 15; PLond I, 43, 6 [II B.C.] p. 48 παιδάρια) Hb 8:11 (Jer 38:34); Mt 5:2; Mk 9:31; Lk 4:31; J 7:35 al.; Col 3:16 w. νουθετεῖν; Israel B 5:8.ⓒ w. acc. of thing (X., Cyr. 1, 6, 20; SIG 578, 34 τὰ μουσικά; Jos., Ant. 9, 4; Did., Gen. 58, 4 al.) Mt 15:9 (Is 29:13); 22:16; Ac 18:11, 25; φόβον θεοῦ B 19:5 (cp. Ps 33:12); τὸν περὶ ἀληθείας λόγον Pol 3:2; cp. Papias (2:3); AcPl Ha 8, 8 τὸν λόγον τοῦ θεοῦ; Ac 15:35 (w. εὐαγγελίζεσθαι).—AcPl Ox 6, 14; AcPl Ha 6, 12 (Herm. Wr. 1, 29 τ. λόγους διδάσκων, πῶς σωθήσονται); τ. εὐαγγέλιον MPol 4; ταῦτα 1 Ti 4:11 (w. παραγγέλλειν); so also 6:2 (w. παρακαλεῖν). Cp. AcPl Cor 1:9.ⓓ w. acc. of pers. and thing teach someone someth. (X., Mem. 1, 2, 10, Cyr. 1, 6, 28; Sallust. 3 p. 12; SIG 450, 5f δ. τοὺς παῖδας … τὸν ὕμνον; Philo, Rer. Div. Her. 39; Jos., Ant. 8, 395) ὑμᾶς διδάξει πάντα he will instruct you in everything J 14:26.—Mk 4:2; Ac 21:21; Hb 5:12. Pass. διδάσκομαί τι (Solon 22, 7 Diehl3; OGI 383, 165 διδασκόμενοι τὰς τέχνας; Philo, Mut. Nom. 5) Gal 1:12. παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε traditions in which you have been instructed 2 Th 2:15.—Also τινὰ περί τινος (OGI 484, 5; PStras 41, 8; Jos., Ant. 2, 254) 1J 2:27.ⓔ w. dat. of pers. (Plut., Marcell. 304 [12, 4]; Aesop, Fab. 210c, 8f v.l. Ch.) and inf. foll. ἐδίδασκεν τῷ Βαλὰκ βαλεῖν Rv 2:14.ⓕ w. acc. of pers. and inf. foll. (SIG 662, 12 δ. τοὺς παῖδας ᾂδειν; Philo, Omn. Prob. Lib. 144; Aesop 260 H.=149, 6 P.=H-H. 154, III, 8) Mt 28:20; Lk 11:1; Pol 4:1. W. ὅτι instead of inf. (Diod S 11, 12, 5; 18, 10, 3; Aelian, VH 3, 16; Philo, Mut. Nom. 18, Fuga 55) 1 Cor 11:14; also recitative ὅτι Mk 8:31 and Ac 15:1.—GBjörck, ΗΝ ΔΙΔΑΣΚΩΝ, D. periphrastischen Konstruktionen im Griechischen ’40.—B. 1222f.—DELG. M-M. TW. Sv.
См. также в других словарях:
μουσικά — μουσικά̱ , μουσική any art over which the Muses presided fem nom/voc/acc dual μουσικά̱ , μουσική any art over which the Muses presided fem nom/voc sg (doric aeolic) μουσικός musical neut nom/voc/acc pl μουσικά̱ , μουσικός musical fem nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek
μουσικᾷ — μουσική any art over which the Muses presided fem dat sg (doric aeolic) μουσικός musical fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όργανα, μουσικά — Βλ. λ. μουσικά όργανα … Dictionary of Greek
μουσίχ' — μουσικά̱ , μουσική any art over which the Muses presided fem nom/voc/acc dual μουσικά̱ , μουσική any art over which the Muses presided fem nom/voc sg (doric aeolic) μουσικαί , μουσική any art over which the Muses presided fem nom/voc pl μουσικά … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικᾶι — μουσικᾷ , μουσική any art over which the Muses presided fem dat sg (doric aeolic) μουσικᾷ , μουσικός musical fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικάν — μουσικά̱ν , μουσική any art over which the Muses presided fem acc sg (doric aeolic) μουσικά̱ν , μουσικός musical fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουσικάς — μουσικά̱ς , μουσική any art over which the Muses presided fem acc pl μουσικά̱ς , μουσικός musical fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek